- ἐνθύμιος
- ἐν-θύμιος: taken to heart, ‘subject of anxiety,’ Od. 13.421†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐνθύμιος — ἐνθύ̱μιος , ἐνθύμιος taken to heart masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… … Dictionary of Greek
ἐνθύμιον — ἐνθύ̱μιον , ἐνθύμιος taken to heart masc/fem acc sg ἐνθύ̱μιον , ἐνθύμιος taken to heart neut nom/voc/acc sg ἐνθύ̱μιον , ἐνθυμέομαι lay to heart imperf ind act 3rd pl (doric) ἐνθύ̱μιον , ἐνθυμέομαι lay to heart imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμιστός — ἐνθυμιστός, ή, όν (Α) [ενθυμίζω] ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως βάρος, ως τύψη στην ψυχή, που τόν παίρνει κανείς κατάκαρδα … Dictionary of Greek
ἐνθυμίοις — ἐνθῡμίοις , ἐνθύμιος taken to heart masc/fem/neut dat pl ἐνθῡμίοις , ἐνθυμέομαι lay to heart pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμίου — ἐνθῡμίου , ἐνθύμιος taken to heart masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμίων — ἐνθῡμίων , ἐνθύμιος taken to heart masc/fem/neut gen pl ἐνθῡμίων , ἐνθυμέομαι lay to heart pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθύμια — ἐνθύ̱μια , ἐνθύμιος taken to heart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)